- ἐπισυνδεῖν
- ἐπισυνδέωbind on toppres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισυνδέω — ἐπισυνδέω (Α) 1. συνδέω στην κορυφή («ἐπισυνδεῑν ἄλλα ξύλα») 2. κάνω κάτι περίπλοκο, μπερδεύω περισσότερο («ταῡτα μὲν οὖν οὐ λύει τὴν ἀπορίαν, ἀλλ’ ἐπιξυνδεῑ μᾱλλον», Θεόφρ.) 3. συναρμόζω, συνταιριάζω 4. μέσ. ἐπισυνδέομαι βρίσκομαι σε στενή σχέση … Dictionary of Greek